επιπολιούμαι

επιπολιούμαι
ἐπιπολιοῦμαι, -όομαι (Α) [επιπόλιος]
αρχίζω να γίνομαι πολιός, να ασπρίζω («διά τήν ήλικίαν ἐπιπολιοῦνται αἱ τρίχες», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”